βιογένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βιογενετική

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιογένεση οι βιογενέσεις
      γενική της βιογένεσης* των βιογενέσεων
    αιτιατική τη βιογένεση τις βιογενέσεις
     κλητική βιογένεση βιογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιογένεση < πρόθημα βιο- + γένεση (< λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biogenesis)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιογένεση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]