βιογεωγραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιογεωγραφία οι βιογεωγραφίες
      γενική της βιογεωγραφίας των βιογεωγραφιών
    αιτιατική τη βιογεωγραφία τις βιογεωγραφίες
     κλητική βιογεωγραφία βιογεωγραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιογεωγραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biogeography < αρχαία ελληνική βίος + ελληνιστική κοινή γεωγραφία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιογεωγραφία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]