βιολί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιολί τα βιολιά
      γενική του βιολιού των βιολιών
    αιτιατική το βιολί τα βιολιά
     κλητική βιολί βιολιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιολί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βιολί < βενετική violin με αποβολή του τελικού [n][1], υποκοριστικό του viola

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vʝoˈli/
ένα βιολί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιολί ουδέτερο

  • (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερις χορδές που παίζεται με δοξάρι. Ο μουσικός το στηρίζει στον ώμο του με το ένα χέρι κι απλώς πιέζει τις χορδές χωρίς να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο χέρι κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]