βλακεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλακεία οι βλακείες
      γενική της βλακείας των βλακειών
    αιτιατική τη βλακεία τις βλακείες
     κλητική βλακεία βλακείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλακεία < αρχαία ελληνική βλακεία < βλακεύω < βλάξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mlakos

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλακεία θηλυκό

  1. ανοησία
    η βλακεία του είναι ασυναγώνιστη
  2. ανόητη σκέψη ή ενέργεια
    μη τον συμμερίζεσαι, όλο βλακείες κάνει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]