βομβάρδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βομβάρδα οι βομβάρδες
      γενική της βομβάρδας των βομβαρδών
    αιτιατική τη βομβάρδα τις βομβάρδες
     κλητική βομβάρδα βομβάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βομβάρδα < μεσαιωνική ελληνική βομβάρδα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (τηλεβόλο ή βλήμα), μορφή του μπομπάρδα < ιταλική bombarda

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /voɱˈvaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βομ‐βάρ‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βομβάρδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βομβάρδα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]