βωξίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βωξίτης οι βωξίτες
      γενική του βωξίτη των βωξιτών
    αιτιατική τον βωξίτη τους βωξίτες
     κλητική βωξίτη βωξίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βωξίτης < γαλλική bauxite < Baux-de-Provence, περιοχή που ανακαλύφθηκε το 1821 το πέτρωμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βωξίτης αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]