γαῦρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γαύρος, γάβρος, γάββρος, Γάβρος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γαῦρος τὸ γαῦρον
      γενική τοῦ/τῆς γαύρου τοῦ γαύρου
      δοτική τῷ/τῇ γαύρ τῷ γαύρ
    αιτιατική τὸν/τὴν γαῦρον τὸ γαῦρον
     κλητική ! γαῦρε γαῦρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γαῦροι τὰ γαῦρ
      γενική τῶν γαύρων τῶν γαύρων
      δοτική τοῖς/ταῖς γαύροις τοῖς γαύροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς γαύρους τὰ γαῦρ
     κλητική ! γαῦροι γαῦρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γαύρω τὼ γαύρω
      γεν-δοτ τοῖν γαύροιν τοῖν γαύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαῦρος, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλοχο < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *geh₂widéh₁yeti < *geh₂u- (χαίρομαι, αναγαλλιάζω). Παραδοσιακά συνδέεται με το γάνυμαι, γηθέω

Επίθετο[επεξεργασία]

γαῦρος, -ος, -ον, συγκριτικός:γαυρότερος

  1. αλαζόνας, επηρμένος, υπεροπτικός
    ※  7ος↑ αιώνας Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 114W[est] (D60, αλλού 58 / 166.2)
    οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
    οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ΄ ὑπεξυρημένον͵
    Κείμενο, μεταφράσεις: Αρχίλοχος, τροχαϊκά τετράμετρα, διδακτικό εγχειρίδιο @greek-language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 282
    οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῦρόν ἐσθ᾽ ὡς Ἡρακλῆς.
    • Α, ο Ηρακλής! Στην ξιπασιά είναι πρώτος.
      Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    • γιατί τίποτε δεν είναι τόσο υπεροπτικό όσο ο Ηρακλής.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἱκέτιδες, 862 @scaife.perseus
    ἥκιστα δʼ ὄλβῳ γαῦρος ἦν·
  2. (με θετική έννοια) μεγαλοπρεπής, επιβλητικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]