γεννήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεννήτρια < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική génératrice
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεννήτρια θηλυκό
- συσκευή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος