γραμματόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γραμματόσημο | τα | γραμματόσημα |
γενική | του | γραμματόσημου & γραμματοσήμου |
των | γραμματόσημων & γραμματοσήμων |
αιτιατική | το | γραμματόσημο | τα | γραμματόσημα |
κλητική | γραμματόσημο | γραμματόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραμματόσημο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γραμματόσημον, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Briefmarke και μαρτυρείται από το 1860. Μορφολογικά αναλύεται σε γραμματό- + -σημο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣɾa.maˈto.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γραμ‐μα‐τό‐ση‐μο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γραμματόσημο ουδέτερο
- χάρτινο ένσημο μικρών διαστάσεων, το οποίο εκδίδεται από την Ταχυδρομική Υπηρεσία, για να επικολλάται σε γράμματα, δέματα και έντυπα ως απόδειξη προπληρωμής του ταχυδρομικού τέλους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γραμματό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σημο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)