γύψος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γύψος οι γύψοι
      γενική του γύψου των γύψων
    αιτιατική τον γύψο τους γύψους
     κλητική γύψε γύψοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γύψος
Ανθρώπινο πόδι σε γύψο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γύψος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γύψος < αρχαία ελληνική γύψος θηλυκό (σήμαινε κιμωλία και είδος ασβέστου)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γύψος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γύψος αἱ γύψοι
      γενική τῆς γύψου τῶν γύψων
      δοτική τῇ γύψ ταῖς γύψοις
    αιτιατική τὴν γύψον τὰς γύψους
     κλητική ! γύψε γύψοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γύψω
γεν-δοτ τοῖν  γύψοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γύψος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]