δεσμευμένη λέξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεσμευμένη λέξη < → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και λέξη

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

δεσμευμένη λέξη θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 24-25, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
  2. Βασικά στοιχεία προγραμματισμού στη JAVA, σελ. 17. Προσπέλαση 2020-07-03.