δουκάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουκάτο τα δουκάτα
      γενική του δουκάτου των δουκάτων
    αιτιατική το δουκάτο τα δουκάτα
     κλητική δουκάτο δουκάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δουκάτο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δουκάτο ουδέτερο

  1. παλαιότερο νόμισμα
  2. κράτος ή περιοχή που διοικείται από δούκα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]