ελάφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελάφι τα ελάφια
      γενική του ελαφιού των ελαφιών
    αιτιατική το ελάφι τα ελάφια
     κλητική ελάφι ελάφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελάφι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐλάφι(ν) < ελληνιστική κοινή ἐλάφιον < αρχαία ελληνική ἔλαφος < πρωτοελληνική *éləpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éln̥bʰos < *h₁el- (ελάφι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈla.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λά‐φι
Αρσενικό ελάφι.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελάφι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]