ενσυναίσθηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενσυναίσθηση οι ενσυναισθήσεις
      γενική της ενσυναίσθησης* των ενσυναισθήσεων
    αιτιατική την ενσυναίσθηση τις ενσυναισθήσεις
     κλητική ενσυναίσθηση ενσυναισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενσυναισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενσυναίσθηση < εν- + συναίσθηση ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Einfühlung)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενσυναίσθηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]