εξωδίκτυο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξωδίκτυο | τα | εξωδίκτυα |
γενική | του | εξωδίκτυου & εξωδικτύου |
των | εξωδίκτυων & εξωδικτύων |
αιτιατική | το | εξωδίκτυο | τα | εξωδίκτυα |
κλητική | εξωδίκτυο | εξωδίκτυα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωδίκτυο < εξω- + δίκτυο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική extranet)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξωδίκτυο ουδέτερο
- (πληροφορική) extranet: οι πόροι (resources), τα τμήματα ενός ενδοδικτύου (intranet) που είναι προσβάσιμα σε εξουσιοδοτημένα εξωτερικά άτομα (πχ. προμηθευτές, πελάτες, συνεργάτες, κλπ.)[1][2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Extranet στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ελευθέριος Αθ. Παπαθανασίου Εισαγωγή στις Νέες Τεχνολογίες και το Ηλεκτρονικό Εμπόριο, σελ. 94. Προσπέλαση 2020-05-25.
- ↑ Douligeris, C., Mitropoulos, S., 2015. Πληροφοριακά συστήματα στο διαδίκτυο, σελ. 25, από repository.kallipos.gr. Προσπέλαση 2020-05-25.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξω- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)