επεξεργαστής κειμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επεξεργαστής και κείμενο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική text editor
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
επεξεργαστής κειμένου αρσενικό
- (λογισμικό) πρόγραμμα (λογισμικό) που επιτρέπει στον χρήστη την επεξεργασία κειμένου (ηλεκτρονικού εγγράφου) μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- συγκρίνατε με κειμενογράφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επεξεργαστής κειμένου
|