ηλιοτρόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηλιοτρόπιο | τα | ηλιοτρόπια |
γενική | του | ηλιοτρόπιου & ηλιοτροπίου |
των | ηλιοτρόπιων & ηλιοτροπίων |
αιτιατική | το | ηλιοτρόπιο | τα | ηλιοτρόπια |
κλητική | ηλιοτρόπιο | ηλιοτρόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιοτρόπιο < αρχαία ελληνική ἡλιοτρόπιον < αρχαία ελληνική ἥλιος + τρέπω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιοτρόπιο ουδέτερο
- (φυτό) ονομασία 250 περίπου ειδών αγγειόσπερμων ποωδών ή θαμνωδών φυτών του γένους Heliotropium, της οικογένειας Βοραγινιοειδή (Boraginaceae)
- (φυτό) άλλη ονομασία του φυτού ηλίανθος
- (ορυκτολογία) είδος σκουροπράσινου ορυκτού πετρώματος με κοκκινωπές κηλίδες, που χρησιμεύει και ως ημιπολύτιμος λίθος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ηλιοτροπία
- ηλιοτροπισμός
- λιοτρόπι
- → δείτε τις λέξεις ήλιος και τρέπω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιοτρόπιο