ηχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηχείο τα ηχεία
      γενική του ηχείου των ηχείων
    αιτιατική το ηχείο τα ηχεία
     κλητική ηχείο ηχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηχείο < ελληνιστική ἠχεῖον < αρχαία ελληνική ἦχος
Η σημερινή σημασία αποδίδει την αγγλική resonator

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈçi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηχείο ουδέτερο

  1. η ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή που μεταδίδει ή ενισχύει τον ήχο
  2. το κοίλο μέρος που έχουν τα έγχορδα μουσικά όργανα και στο οποίο παράγεται ο ήχος τους

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]