θέρμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέρμη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θέρμη θηλυκό

  1. ο ζήλος για κάτι, η συναισθηματική ένταση που συνοδεύει μια ενέργεια που ενδιαφέρει πολύ το υποκείμενο
  2. ο πυρετός, ιδιαίτερα ο πυρετός της ελονοσίας
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη θέρμες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]