ιδίοις όμμασι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδίοις όμμασι < (καθαρεύουσα) ἰδίοις, ὄμμασι(ν) (δοτική πληθυντικού των αρχαίων λέξεων ἴδιος και ὄμμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
ιδίοις όμμασι και ιδίοις όμμασιν
- (λόγιο, με επιρρηματική σημασία) με τα ίδια μου (σου, του κ.λπ.) τα μάτια
- ↪ Ήρθα για να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι, όσα μου περιγράφουν.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τυφλοίς όμμασι(ν), τυφλοῖς ὄμμασι(ν)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδίοις όμμασι