ινστρούχτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ινστρούχτορας οι ινστρούχτορες
      γενική του ινστρούχτορα των ινστρουχτόρων
    αιτιατική τον ινστρούχτορα τους ινστρούχτορες
     κλητική ινστρούχτορα ινστρούχτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ινστρούχτορας < ρωσική инструктор < γαλλική instructeur [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ινστρούχτορας αρσενικό

  1. καθοδηγητής, συμβουλάτορας
  2. καθοδηγητής κομμουνιστικής οργάνωσης ή κόμματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]