ιριδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιριδισμός < ιριδίζω + -μός < ίριδα < αρχαία ελληνική ἶρις ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) irisation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιριδισμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ίριδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιριδισμός