ισλαμισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισλαμισμός αρσενικό
- (θρησκεία) το ισλάμ, η ισλαμική πίστη, πίστη και αφοσίωση στον λόγο του Θεού-Αλλάχ μέσα απ' το Ιερό Κείμενο του Κορανίου που συνέγραψε ο προφήτης Μωάμεθ
- σύνολο πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων με αφετηρία την ισλαμική θρησκεία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- μουσουλμανική θρησκεία
- μουσουλμανισμός
- μωαμεθανισμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ισλάμ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ισλαμισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)