κάππαρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάππαρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάππαρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάππαρις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάππαρη θηλυκό
- φυτό είδος θάμνου
- γαστρονομία ο καρπός αυτού του θάμνου που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, συνήθως ως τουρσί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)