κέλυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κέλυφος | τα | κελύφη |
γενική | του | κελύφους | των | κελυφών |
αιτιατική | το | κέλυφος | τα | κελύφη |
κλητική | κέλυφος | κελύφη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέλυφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέλυφος ουδέτερο
- το σκληρό περίβλημα
- (πληροφορική) το λογισμικό που επιτρέπει την διεπαφή χρήστη-υπολογιστή, το οποίο είναι γραφικό (GUI) ή γραμμής εντολής (CLI)
- Συνήθως αναφέρεται σε κέλυφος λειτουργικού συστήματος, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε οποιοδήποτε λογισμικό λαμβάνει εντολές από τον χρήστη
- Ετυμολογικά μοιάζει με το κέλυφος ζωντανού οργανισμού στο ότι καλύπτει ένα πρόγραμμα όπως τον πυρήνα του λειτουργικού συστήματος από τον χρήστη