κέλυφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέλυφος τα κελύφη
      γενική του κελύφους των κελυφών
    αιτιατική το κέλυφος τα κελύφη
     κλητική κέλυφος κελύφη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέλυφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέλυφος ουδέτερο

  1. το σκληρό περίβλημα
    1. ενός μαλακίου ή άλλου ασπόνδυλου ζώου
       συνώνυμα: όστρακο, κοχύλι
    2. του αβγού ή ενός ξηρού καρπού
       συνώνυμα: τσόφλι
  2. (πληροφορική) το λογισμικό που επιτρέπει την διεπαφή χρήστη-υπολογιστή, το οποίο είναι γραφικό (GUI) ή γραμμής εντολής (CLI)
    Συνήθως αναφέρεται σε κέλυφος λειτουργικού συστήματος, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε οποιοδήποτε λογισμικό λαμβάνει εντολές από τον χρήστη
    Ετυμολογικά μοιάζει με το κέλυφος ζωντανού οργανισμού στο ότι καλύπτει ένα πρόγραμμα όπως τον πυρήνα του λειτουργικού συστήματος από τον χρήστη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]