κανονιοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κανονιοφόρος, -ος/-α, -ο
- που φέρει κανόνια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανονιοφόρος θηλυκό
- (ναυτικός όρος): εξειδικευμένος τύπος μικρού σχετικά πολεμικού πλοίου που φέρει στη πλώρη ή και στη πρύμνη μεγάλο πυροβόλο (κανόνι)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- πιτζιέμ εκ του αγγλικού όρου PGM
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανονιοφόρος
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)