καρβουνιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρβουνιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρβουνιάρης < κάρβουνο(ν) < κάρβων < λατινική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾ.vuˈɲa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐βου‐νιά‐ρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρβουνιάρης αρσενικό
- (επάγγελμα) (θηλυκό καρβουνιάρισσα)
- ο πωλητής κάρβουνου ή άνθρακα,
- ο κατασκευαστής ξυλανθράκων
- θερμαστής, βοηθός θερμαστή ατμοπλοίων
- βοηθός οδηγού ατμομηχανής
- (συνεκδοχικά, μεταφορικά) πολύ αργό τρένο
- (πτηνό) μικρόσωμο πουλί (Phoenicurus ochruros) της οικογένειας των Τσιχλών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάρβουνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρβουνιάρης (επάγγελμα)
θερμαστής
|
το πουλί Phoenicurus ochruros
Πηγές[επεξεργασία]
- καρβουνιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)