καρυοθραύστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρυοθραύστης οι καρυοθραύστες
      γενική του καρυοθραύστη των καρυοθραυστών
    αιτιατική τον καρυοθραύστη τους καρυοθραύστες
     κλητική καρυοθραύστη καρυοθραύστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καρυοθραύστης(1)
καρυοθραύστης(2)
Από την πρώτη παράσταση του Καρυοθραύστη, το 1892, στην -τότε- Αγία Πετρούπολη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρυοθραύστης < κάρυο + -ο- + -θραύστης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική casse-noix / casse-noisette)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρυοθραύστης αρσενικό

  1. όργανο με το οποίο συνθλίβεται ή σπάζει ο σκληρός φλοιός του καρυδιού, ώστε να απογυμνωθεί το βρώσιμο εσωτερικό του, η ψίχα
  2. (πτηνό) δασόβιο πτηνό της οικογένειας των Κορακιδών

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ο Καρυοθραύστης είναι και έργο του Τσαϊκόφσκι, όπου ο ήρωας είναι ένας πρίγκιπας που μεταμορφώνεται σε παιχνίδι-στρατιωτάκι το οποίο είναι ταυτόχρονα και καρυοθραύστης
    Μπορείτε να ακούσετε ένα κομμάτι του Καρυοθραύστη εδώ Αρχείο:Dance Of The Sugar Plum Fairies.ogg

Μεταφράσεις[επεξεργασία]