καρυοθραύστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρυοθραύστης < κάρυο + -ο- + -θραύστης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική casse-noix / casse-noisette)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρυοθραύστης αρσενικό
- όργανο με το οποίο συνθλίβεται ή σπάζει ο σκληρός φλοιός του καρυδιού, ώστε να απογυμνωθεί το βρώσιμο εσωτερικό του, η ψίχα
- (πτηνό) δασόβιο πτηνό της οικογένειας των Κορακιδών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο Καρυοθραύστης είναι και έργο του Τσαϊκόφσκι, όπου ο ήρωας είναι ένας πρίγκιπας που μεταμορφώνεται σε παιχνίδι-στρατιωτάκι το οποίο είναι ταυτόχρονα και καρυοθραύστης
- Μπορείτε να ακούσετε ένα κομμάτι του Καρυοθραύστη εδώ Αρχείο:Dance Of The Sugar Plum Fairies.ogg
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρυοθραύστης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θραύστης (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)