κατάθλιψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάθλιψη | οι | καταθλίψεις |
γενική | της | κατάθλιψης* | των | καταθλίψεων |
αιτιατική | την | κατάθλιψη | τις | καταθλίψεις |
κλητική | κατάθλιψη | καταθλίψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταθλίψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάθλιψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάθλιψις (θλιβ + -σις > -ψις > -ψη < καταθλίβω < αρχαία ελληνική θλίβω, (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική oppression). [1] Μορφολογικά αναλύεται σε κατά- + θλίψη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈta.θli.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐θλι‐ψη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάθλιψη θηλυκό
- (σπάνιο, τεχνολογία) πίεση, καταπίεση, συμπίεση
- (ψυχολογία, ψυχιατρική) ψυχική ασθένεια που την χαρακτηρίζει (παροδική ή μόνιμη) θλίψη, απαισιοδοξία, έλλειψη ενδιαφέροντος, μελαγχολία και άλλα παρόμοια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κατάθλιψη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάθλιψη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατάθλιψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψη (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)