κατεστημένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατεστημένο < ουδέτερο του κατεστημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου καθιστώ (με βάση την αρχαία ελληνική κατέστην, αόριστο τού καθίστημι) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική establishment)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατεστημένο ουδέτερο
- Σύστημα ατόμων και ισχυρών ομάδων συμφερόντων που ελέγχουν σε βαθμό να εξουσιάζουν καίριους τομείς της πολιτικής, οικονομικής, αθλητικής ή πολιτιστικής ζωής (όχι απαραιτητα σε συνεννόηση) και που αντιδρούν σε κάθε ανανέωση η οποία θα μπορούσε να απειλήσει την κυριαρχία τους
- οι αξίες που οι άνωθεν επιβάλλουν στην κοινωνία
- ισχύουσες-επικρατείς θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτειακές, ταξικές και ιδεολογικές αρχές κι αξίες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- η άρχουσα τάξη
- η κυρίαρχη τάξη
- η καθεστηκυία τάξη
- το καθεστώς
- το σύστημα
- το status quo
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατεστημένο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατεστημένο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)