κβάντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κβάντο τα κβάντα
      γενική του κβάντου των κβάντων
    αιτιατική το κβάντο τα κβάντα
     κλητική κβάντο κβάντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κβάντο < λατινική quanta, πληθυντικός του quantum (πόσο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κβάντο ουδέτερο

  1. ελάχιστη διάκριτη ποσότητα ακτινοβολούμενης ενέργειας από τα άτομα ενός υλικού
  2. στοιχειώδης μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους που λαμβάνει διάκριτες τιμές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]