κεχαγιάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κεχαγιάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεχαγιάς οι κεχαγιάδες
      γενική του κεχαγιά των κεχαγιάδων
    αιτιατική τον κεχαγιά τους κεχαγιάδες
     κλητική κεχαγιά κεχαγιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεχαγιάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كدخدا (τουρκική kâhya) < περσική کدخدا (kadkhudā)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεχαγιάς αρσενικό

  1. αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους
  2. (μεταφορικά) αυτός που θέλει να είναι πάντα αρχηγός
  3. (επάγγελμα) υπεύθυνος προβάτων στο μετόχι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]