κληρικαλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κληρικαλισμός οι κληρικαλισμοί
      γενική του κληρικαλισμού των κληρικαλισμών
    αιτιατική τον κληρικαλισμό τους κληρικαλισμούς
     κλητική κληρικαλισμέ κληρικαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κληρικαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cléricalisme < cléricale < μεσαιωνική λατινική clericus < ελληνιστική κοινή κληρικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κληρικαλισμός αρσενικό

  • η ασχολία των κληρικών με πολιτικά ή άλλα ζητήματα και η ανάμειξή τους σε μη θρησκευτικά θέματα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]