κούλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούλια θηλυκό
- μικρός πύργος, πυργόσπιτο
- ※ Τόδωκε ασκέρι όσο ήθελε , κι ο Νικοθέος ήρθε στη Φουρνά και κρύφτηκε με τους Αρβανίτες στην κούλια του (Στα βουνά του Κατσαντώνη, Δημήτρης Λουκόπουλος, Βιβλιοπωλείο Σιδέρη, 1929 [1])
- ※ προς το εσωτερικό , εκτεινόταν ένας περιτοιχισμένος κήπος , άλλοτε του αγά της Λέρνης , και ο λιθόκτιστος πύργος του , ή « κούλια » . (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 12, σελ. 389, Εκδοτική Αθηνών, 2000 [2])
- ※ Τα ερείπια του κουλέ στην οδό Θράκης (1916). Όπως κάθε βαλκανική πόλη, έτσι και η Φλώρινα, είχε πυργόσπιτα (κουλάδες, kule = πύργος), έναν αρχαίο και βυζαντινό οικοδομικό τύπο, ο οποίος είχε αναβιώσει από τα μέσα του 18ου αιώνα. (http://history.eled.uowm.gr, ανακτήθηκε στις 6/2/2020)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κούλια
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)