κρασί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κράση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρασί τα κρασιά
      γενική του κρασιού των κρασιών
    αιτιατική το κρασί τα κρασιά
     κλητική κρασί κρασιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρασί < μεσαιωνική ελληνική κρασίν < αρχαία ελληνική κρᾶσις (οίνου), (: ανακάτεμα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾaˈsi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρασί ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βάζω νερό στο κρασί μου: γίνομαι διαλλακτικός, υποχωρώ σε μερικές από τις απαιτήσεις μου
  • καλά κρασιά!: για κάτι που θεωρούμε απίθανο ότι θα γίνει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

και

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]