κρεμάστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεμάστρα οι κρεμάστρες
      γενική της κρεμάστρας των κρεμαστρών
    αιτιατική την κρεμάστρα τις κρεμάστρες
     κλητική κρεμάστρα κρεμάστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Συρμάτινη (άνω) και ξύλινη (κάτω) κρεμάστρα.
κρεμάστρα < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή κρεμάστρα < αρχαία ελληνική κρεμάθρα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (κρεμώ) κρεμασ- + -τρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾeˈma.stɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεμάστρα θηλυκό

  1. αντικείμενο με το σχήμα των ανθρώπινων ώμων όπου κρεμάμε τα ρούχα ώστε να μην τσαλακώνονται όταν τοποθετηθούν σε ντουλάπα ή άλλο μέρος
  2. επιτοίχια ή επιδαπέδια κατασκευή με άγκιστρα απ' όπου κρεμάμε ρούχα ή άλλα αντικείμενα
    δείτε και κρεμαστάρι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]