κυνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κυνισμός | οι | κυνισμοί |
γενική | του | κυνισμού | των | κυνισμών |
αιτιατική | τον | κυνισμό | τους | κυνισμούς |
κλητική | κυνισμέ | κυνισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυνισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυνισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυνισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) αρχαίο φιλοσοφικό σύστημα που περιφρονούσε όλες τις κοινωνικές συμβάσεις και πρέσβευε την επιστροφή του ανθρώπου στη φύση σε μια ζωή με απόλυτη εγκράτεια και λιτότητα
- ωμή ειλικρίνεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)