κυνισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυνισμός οι κυνισμοί
      γενική του κυνισμού των κυνισμών
    αιτιατική τον κυνισμό τους κυνισμούς
     κλητική κυνισμέ κυνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυνισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυνισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυνισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) αρχαίο φιλοσοφικό σύστημα που περιφρονούσε όλες τις κοινωνικές συμβάσεις και πρέσβευε την επιστροφή του ανθρώπου στη φύση σε μια ζωή με απόλυτη εγκράτεια και λιτότητα
  2. ωμή ειλικρίνεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]