κύλινδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύλινδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύλινδρος < κυλίνδω + -ρος
- (μηχανολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cylindre
- (ιατρικός όρος) < σύντμηση νεολατινική cylindruria[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈci.lin.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐λιν‐δρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύλινδρος αρσενικό
- (γεωμετρία) στερεό γεωμετρικό σώμα που αποτελείται από μια κυρτή επιφάνεια σε σχήμα σωλήνα και δύο ίσα και παράλληλα μεταξύ τους κυκλικά ή ελλειψοειδή επίπεδα που τέμνουν την κυρτή επιφάνεια
- (κατ’ επέκταση) η κυρτή επιφάνεια σε σχήμα σωλήνα του προηγούμενου σώματος
- (συνεκδοχικά) καθετί που μοιάζει με το προηγούμενο σώμα
- (μηχανολογία) οποιοδήποτε τμήμα μηχανής με σχήμα κυλίνδρου, μέσα στο οποίο ένα έμβολο εκτελεί παλινδρομική κίνηση.
- (αρχαία ελληνικά) χειρόγραφο από πάπυρο τυλιγμένο γύρω από ένα κυλινδρικό ξύλο
- → δείτε τη λέξη κύλινδρος
- (ιατρική) μικρό σωματίδιο που βρίσκεται στα ούρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κύλινδρος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κύλινδρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύλινδρος αρσενικό
- πέτρα που χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν το δρόμο
- (γεωμετρία) κύλινδρος
- χειρόγραφο από πάπυρο ή περγαμηνή που ήταν τυλιγμένο γύρω από ένα κυλινδρικό ξύλο (αντίθετα με τους κώδικες)
- → δείτε και τη λέξη κεφαλίς
Πηγές[επεξεργασία]
- κύλινδρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύλινδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ρος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γεωμετρία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)