λάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λαδί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάδι τα λάδια
      γενική του λαδιού των λαδιών
    αιτιατική το λάδι τα λάδια
     κλητική λάδι λάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα μπουκάλι με λάδι ελιάς
συμπλήρωση λαδιού σε μηχανή οχήματος
έργο ζωγραφισμένο με λάδι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάδι < (ἐ)λάδιν < ἐλάδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ἐλάα < αρχαίο ἐλαία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈla.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐δι
τονικό παρώνυμο: λαδί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάδι ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) το έλαιο που παράγεται από τη σύνθλιψη των καρπών του δέντρου της ελιάς, το ελαιόλαδο
  2. το ορυκτέλαιο
    πρέπει ν' αλλάξω λάδια στη μηχανή
    ο κινητήρας καίει λάδια, πρέπει να του κάνω ρεκτιφιέ
  3. υγρό για την επάλειψη του δέρματος
  4. υγρό για την επάλειψη επιφανειών
  5. (ζωγραφική) η λαδομπογιά
  6. (ζωγραφική) πίνακας που έχει ζωγραφιστεί με λαδομπογιές
  7. (αργκό, μεταφορικά) χρηματισμός, δωροδοκία (κυρίως το ποσό)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βγάζω το λάδι (κάποιου): κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ
  • βγαίνω λάδι: καταφέρνω να αθωωθώ ή να απαλλαχθώ από μια κατηγορία
  • καίω λάδια / χάνω λάδια: δεν είμαι στα καλά μου, δε σκέπτομαι ή δεν ενεργώ σωστά
  • ρίχνω λάδι στη φωτιά και χύνω λάδι στη φωτιά: οξύνω ακόμη περισσότερο μια ήδη τεταμένη κατάσταση, μια διαμάχη κλπ
  • τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι και τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδόξιδο
  • φάε λάδι κι έλα βράδυ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]