λίπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λίπος τα λίπη
      γενική του λίπους των λιπών
    αιτιατική το λίπος τα λίπη
     κλητική λίπος λίπη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λίπος < αρχαία ελληνική λίπος, ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική graisse και αγγλική fat)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λίπος ουδέτερο

  1. το πάχος
  2. κάθε λιπαρή ουσία
  3. τα λιπίδια, κατηγορία χημικών ενώσεων με ανάλογη σύσταση / ιδιότητες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]