λαϊκισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαϊκισμός < λαϊκ(ός) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική populism) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαϊκισμός αρσενικό
- (πολιτική) σύστημα ιδεών και πολιτικών πρακτικών που θεωρεί πως ο λαός είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από μικρές προνομιούχες ομάδες (ελίτ) και προτείνει διεκδικητικούς αγώνες για την ανατροπή αυτής της κατάστασης και την επανάκτηση των λαϊκών δικαιωμάτων
- (μειωτικό) πολιτική ιδεολογία και πρακτική που επικαλείται τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων και χρησιμοποιεί την κολακεία του λαού, ώστε να τον παρασύρει σε επιλογές που φαίνονται να είναι υπέρ του, ενώ στην πραγματικότητα είναι εναντίον του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λαϊκίζω
- λαϊκιστής
- λαϊκιστικά
- λαϊκίστικα
- λαϊκιστικός
- λαϊκίστικος
- λαϊκίστρια
- → και δείτε τις λέξεις λαϊκός και λαός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαϊκισμός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λαϊκισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)