λόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -λόγιο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λόγιο τα λόγια
      γενική του λογίου
λόγιου
των λογίων
    αιτιατική το λόγιο τα λόγια
     κλητική λόγιο λόγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λόγιο < αρχαία ελληνική λόγιον, ουδέτερο του επιθέτου λόγιος < λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λόγιο ουδέτερο

  1. σύντομη παρατήρηση για μια γενική αλήθεια, τρόπο συμπεριφοράς ή βασική αρχή
  2. εξεζητημένη έκφραση, ακαδημαϊκός όρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  λόγιος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]