μάρκετινγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάρκετινγκ < αγγλική marketing < market (αγορά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάρκετινγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. (οικονομία) οικονομικός όρος του εμπορίου για την έρευνα αγοράς και τον τρόπο πρώθησης προϊόντων
     συνώνυμα: αγοραλογία, αγορολογία
  2. (μεταφορικά) με την εμπορευματοποίηση, μάρκετινγκ είναι πλέον και η προώθηση της εικόνας ατόμων ή και ιδεών μέσα από τους ίδιους μηχανισμούς (διαφήμισης, προβολής, δημοσίων σχέσεων με τα ΜΜΕ, έρευνας της αντίστοιχης "αγοράς") όπου το προϊόν είναι πλέον το άτομο ή η ιδέα και καταναλωτικός στόχος είναι ο πολίτης, π.χ. ως τηλεθεατής (μάρκετινγκ ηθοποιών), ως φιλόμουσος (μάρκετινγκ δισκογραφικών) κ.λπ.
    Στο πολιτικό μάρκετινγκ το «προϊόν» είναι ο πολιτικός υποψήφιος και καταναλωτής ο ψηφοφόρος
    αθλητικό μάρκετινγκ (για την προώθηση των αθλητών)
    μάρκετινγκ στο χώρο των γκαλερί (για την προώθηση συγκεκριμένων δημιουργών)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]