μέτρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέτρηση οι μετρήσεις
      γενική της μέτρησης* των μετρήσεων
    αιτιατική τη μέτρηση τις μετρήσεις
     κλητική μέτρηση μετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέτρηση < αρχαία ελληνική μέτρησις < μετράω, -ῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέτρηση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετρώ
  2. (φυσική) ο προσδιορισμός του πολλαπλάσιου ή υποπολλαπλάσιου μεγέθους ενός υπό εξέταση αντικειμένου που το χαρακτηρίζει, ως προς ένα πρότυπο συγκριτικό μέγεθος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]