μανούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανούρι | τα | μανούρια |
γενική | του | μανουριού | των | μανουριών |
αιτιατική | το | μανούρι | τα | μανούρια |
κλητική | μανούρι | μανούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανούρι ουδέτερο
- (τυρί) τύπος μυζήθρας με περισσότερο λίπος -παλιότερα πρόσθεταν κατσικίσιο και πρόβειο γάλα ή ανθόγαλα για να εμπλουτίζεται το τυρί σε λιπαρά.