μαντολάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντολάτο < (άμεσο δάνειο) βενετική mandolato / ιταλική mandorlato < mandorla (αμύγδαλο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /man.doˈla.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντο‐λά‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντολάτο ουδέτερο
- (γλυκό) είδος παραδοσιακού γλυκίσματος με καραμελωμένα αμύγδαλα σε μαρέγκα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μαντολάτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)