μαστογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστογραφία οι μαστογραφίες
      γενική της μαστογραφίας των μαστογραφιών
    αιτιατική τη μαστογραφία τις μαστογραφίες
     κλητική μαστογραφία μαστογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστογραφία < μαστό(ς) + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστογραφία θηλυκό

  • (ιατρική) ακτινογραφική καρκινική ανίχνευση μαστού
    ※  μόνο 60% των όγκων που ανιχνεύονται με 'μαστογραφία είναι ψηλαφητοί (Σταύρος Αρχοντάκης, Σύνοψη Παθολογικής Ανατομικής, εκδ. Αδελφοί Βλάσση, 2002)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]