μονοτονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοτονία οι μονοτονίες
      γενική της μονοτονίας των μονοτονιών
    αιτιατική τη μονοτονία τις μονοτονίες
     κλητική μονοτονία μονοτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοτονία < ελληνιστική κοινή μονοτονία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική monotonie)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.no.toˈni.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοτονία θηλυκό

  1. η ανιαρή επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, γεγονότων, συμβάντων κ.λπ.
  2. (μουσική) η χρήση ενός τόνου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]