μυωπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυωπία οι μυωπίες
      γενική της μυωπίας των μυωπιών
    αιτιατική τη μυωπία τις μυωπίες
     κλητική μυωπία μυωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η χρήση κατάλληλου φακού διορθώνει τη μυωπία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυωπία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυωπία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.oˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐ω‐πί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυωπία θηλυκό

  • (ιατρική): ανωμαλία της όρασης εξαιτίας της οποίας ο πάσχων δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά τα μακρινά αντικείμενα, επειδή το είδωλο σχηματίζεται μπροστά από τον αμφιβληστροειδή και όχι επάνω σ' αυτόν
    γυαλιά μυωπίας
    μυωπία δύο βαθμών

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυωπί αἱ μυωπίαι
      γενική τῆς μυωπίᾱς τῶν μυωπιῶν
      δοτική τῇ μυωπί ταῖς μυωπίαις
    αιτιατική τὴν μυωπίᾱν τὰς μυωπίᾱς
     κλητική ! μυωπί μυωπίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυωπί
γεν-δοτ τοῖν  μυωπίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. μυωπία < μῦς + ὀπή (το ω (μυωπία) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
  2. μυωπία < μύω + ὤψ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυωπία θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυωπία θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]