νεοπλατωνισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοπλατωνισμός οι νεοπλατωνισμοί
      γενική του νεοπλατωνισμού των νεοπλατωνισμών
    αιτιατική τον νεοπλατωνισμό τους νεοπλατωνισμούς
     κλητική νεοπλατωνισμέ νεοπλατωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοπλατωνισμός < νεο- + πλατωνισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοπλατωνισμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία) μεταφυσική, ηθική και μυστικιστική φιλοσοφική σχολή κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας (3ος - 6ος αιώνας) με επανερμηνεία των ιδεών του πλατωνισμού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]